Αν διηγηθεί σήμερα ένας παλιότερος σε ένα νεότερο πως γλεντούσε ο κόσμος πριν μερικά χρόνια, δε θα το πίστευε. Άλλες εποχές, άλλα έθιμα, άλλες νοοτροπίες. Τα γλέντια και οι χοροί γίνονταν για κάποιο γεγονός. Γάμος, αρραβώνας, ονομαστική γιορτή και γιορτές του χωριού. Του Ταξιάρχη, του Αγίου Θωμά, της Σκιαδενής. Δεν υπήρχε κάποια μεγάλη αίθουσα, όπως γίνεται σήμερα στο χοροστάσιο και οι χοροί γινόντουσαν σε μεγάλα σπίτια. Θυμάμαι ακόμα και πάνω στους πάγκους κάθονταν, για να χωρέσουν όλοι. Η ορχήστρα, συνήθως, αποτελείτο από ντόπιους καλλιτέχνες που έπαιζαν διάφορα όργανα. Βιολί, σαντούρι, λαγούτο, κιασπάς (τύμπανο). Πολλές φορές, μέχρι κουτάλια χτυπούσε κάποιος. Τα ποτά ήταν ούζο, κρασί που έβγαζαν οι ίδιοι οι χωριανοί. Κάποιος κρατούσε το μπουκάλι και ένα ποτήρι και κερνούσε όλους. Στο χορό πρωτοστατούσαν οι νέοι, αλλά στη σούστα οι μεγαλύτεροι που ήταν και καλοί χορευταράδες. Οι κοπέλες καθόντουσαν όλες μαζί σε μια μεριά και οι νέοι σε μια άλλη. Όταν άρχιζε η ορχήστρα να παίζει όλοι έπαιρναν μέρος στο χορό και η πίστα γέμιζε. Στα ευρωπαϊκά, όπως έλεγαν το ταγκό κ.ά., οι νεαροί πήγαιναν, έκαναν μια υπόκλιση μπροστά από την κοπέλα που ήθελαν να χορέψουν και άρχιζε ο χορός. Το πρόβλημα ήταν, όταν κάποιοι ήθελαν να χορέψουν με την ίδια κοπέλα, που συνήθως ήταν η πιο όμορφη, τότε κάποιοι έμεναν μπουκάλα και τυχερός ήταν ο πρώτος που τη ζητούσε. Πόσες φορές οι προσπάθειες για κάποιο χορό πήγαν χαμένες, για ολόκληρη βραδιά. 149 Στις πρωινές ώρες που το κέφι έφτανε στο ζενίθ, έπαιζαν χορεύοντας διάφο- ρα παιχνίδια. Τη σκούπα, το πιπέρι κ.ά. Όταν έπαιζαν τη σκούπα, το κέφι μεγάλωνε και ο χαμένος ήταν για λύπηση. Ο χορός ξεκινούσε με τα ζευγάρια στην πίστα και κάποιο να χορεύει κρατώντας μια σκούπα. Υπήρχε ένα σύνθημα που έλεγε αυτός που κρατούσε τη σκούπα και έπρεπε οι καβαλιέροι να αλλάξουν ντάμα. Αυτός που έμενε χωρίς ντάμα έπαιρνε τη σκούπα και χόρευε με αυτή. Έτσι συνεχιζόταν το γλέντι. Το πιπέρι ήταν πιο βάρβαρος χορός και έπαιρναν μέρος μόνο άντρες. Ο πα λαιότερος, κρατώντας μια ζώνη, έδινε τις διαταγές και αυτοί που χόρευαν έπρεπε να τις εκτελούν με ακρίβεια. Διαφορετικά, η ζώνη έπεφτε πάνω τους ανελέητα. Ξεκινούσαν όλοι μαζί τραγουδώντας: «Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι;». Μετά, ο παλαιότερος έλεγε: «Με τη μύτη τους το τρίβουν…». Όλοι τότε ξάπλωναν καταγής και έτριβαν τις μύτες τους στο πάτωμα, που σημειωτέον ήταν χωμάτινο. Το τρίψιμο του πιπεριού συνεχιζόταν με τα αυτιά, τα χέρια, την κοιλιά και γενικά όλα τα μέρη του σώματος. Ήταν ένα θέαμα ξεκαρδιστικό. Έβλεπες, ρούχα, μύτες, κεφάλια, μέσα στο χώμα και κάποιους, να τρώνε το ξύλο της χρονιάς τους. Σήμερα, όλα αυτά ξεχάστηκαν και μόνο σε κάποιες εκδηλώσεις παρουσιάζονται και μας θυμίζουν αξέχαστες μέρες, όμορφα γλέντια από αγνούς και απλούς ανθρώπους.