Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

Οι Πηγές και τα κηπούλια

 


  •                                                      

                                 Οι Πηγές και τα κηπούλια 

           Πάντα ο Μεσαναγρός είχε πρόβλημα νερού. Έβρεχε, όμως, πολύ και έτσι η κατάσταση βολευόταν. Υπήρχαν όμως και πολλές πηγές που βοηθούσαν στη λύση του προβλήματος. Σήμερα πολλές απ’ αυτές δεν υπάρχουν. Αναφέρουμε τις πηγές για την ιστορία: ΜΕΣΤΕΝΟΥΕΣ. Πηγάζει από το Πήμαχο και είναι χιλιοτραγουδισμένο του μεστενού μας το νερό που είναι ξακουσμένο, που ’ρχεται απ’ το Πήμαχο με τη δροσιά λουσμένο. ΟΡΓΥΙΕΣ. Πηγή που το νερό της εχρησιμοποιείτο για πότισμα κήπων. ΦΛΕΕΣ. Βρύση πολύ παλιά, συνοικισμού που καταστράφηκε. Ευρέθησαν οχετοί από κορασάνι και ασβέστη που το νερό διοχετεύετο στο καταστραφέν χωριό. ΚΟΥΣΑ. Πηγή που έπαιρναν νερό οι κάτοικοι από τις Ευγάλες και εποτίζο ντο και κήποι. ΛΟΥΒΡΟΥ. Υπήρχε νερό άφθονο, αλλά μακριά από το χωριό. Λόγω της απόστασης οι Μεσαναγρενοί δεν μπόρεσαν να το φέρουν στο χωριό. ΒΡΥΣΗ ΚΑΜΠΟΥ. Πηγή χρονολογούμενη από τα προχριστιανικά χρόνια. Πλησίον υπάρχει και άλλη πηγή που μυρίζει πετρέλαιο. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν, αλλά η αξία της μικρή. ΚΑΠΟΣ. Πηγή με αρκετό νερό που εχρησιμοποιείτο για την κίνηση μύλων. ΔΑΛΗ. Πηγή για τα ποίμνια. ΑΣΣΑΛΟΣ. Αρκετό νερό με το οποίο επότιζαν κήπους και ζώα. ΒΟΥΡΝΙΑ. Πηγή παλιού συνοικισμού. ΖΩΟΠΕΣ. Πηγή παλιού συνοικισμού που καταστράφηκε από εχθρικές επιδρομές. ΠΙΑΙ ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗ. Με το νερό της έσβηναν τη δίψα τους οι περαστικοί. ΚΟΚΚΙΝΗ. Πηγή με νερό για ζώα. ΛΙΠΑΡΟΥΪΚΑ. Πότισμα ζώων. ΚΛΗΜΑ. Πηγή που υδρεύοντο οι κάτοικοι παλιού συνοικισμού. Ιστορικό μέρος για Πλάκκες. ΚΙΑΟΥΛΑ. Πηγή παλιού συνοικισμού. ΣΑΛΗΜΗ. ΚΑΤΑΡΡΗΚΤΗ. ΚΙΑΗ ΛΕΙΑΙ. ΑΝΤΡΟΛΙΑΝΟΥΣ. ΚΑΡΑΟΣ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. ΑΣΠΡΟΠΕΤΡΕΣ. Πηγές για πότισμα ζώων. ΣΤΕΦΑΝΑΚΙ. Το νερό της πηγής αυτής, με τη βοήθεια των Μεσαναγρενών της Αμερικής, διοχετεύτηκε στο χωριό για πόσιμο. ΤΑ ΒΡΥΣΙΑ. Το νερό εχρησιμοποιείτο για τα ζώα. ΠΗΓΗ ΛΙΑΣ. Παλιά άρδευε περί τους 30 κήπους. ΑΥΤΟΛΕΣ. Βρίσκεται Δυτικά του χωριού και παλιά αρδεύοντο οι κάτοικοι του συνοικσμού Λουριά και κάποιοι κήποι. Άλλες πηγές. Σκιάδι, Βουρνιά, Λιπαρούικα, Κλήμα, Κιάουλα, Καταϊνός, Σα λήμη, Λειάι, Αντρολιάνοι, Ασπρόπετρες, Κάραος, Αλεξάνδρου, Χασάμπαλη.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ...ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙς ΚΑΛΎΤΕΡΕΣ ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΝΑΓΡΟΥ

 

                                                                   



Καθολική Καραγιάννη...μια από τις καλύτερες μαγείρισσες του Μεσαναγρού



Μεγάλωσα στον Μεσαναγρό και οι γαστρονομικές μου προτιμήσεις έχουν επηρεαστεί από τα φαγητά και γλυκά του. Κάποιες φορές νοσταλγώ κάποια φαγητά που σήμερα δεν μαγειρεύονται ή οι νέοι δεν τα γνωρίζουν. Άλλες εποχές τότε ,άλλες σήμερα.

Διετέλεσα πολλά χρόνια πρόεδρος στον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού και είχαμε καθιερώσει με τον Δήμαρχο Μανόλη Σαββή τις καλοκαιρινές εκδηλώσεις. Κάθε χρόνο στις γιορτές αυτές οι γυναίκες του χωριού μαγείρευαν και παραδοσιακά φαγητά. Κολουρία, Σκορδομακάρονα, Τραχανά ,Πιριούρι και διάφορα γλυκά όπως κατιμέρια, χυλοπίτες , ξεροτήγανα ,τηγανίτες κ.α.

¨Ολες οι Μεσαναγρενές είναι καλές μαγείρισσες ,αλλά υπάρχουν και κάποιες που ξεχωρίζουν και έχουν μαγειρέψει και εκτός Μεσαναγρού. Σήμερα θα συνομιλήσουμε με την Καθολική Καραγιάννη , γνωστή από την τηλεόραση ,τις συνταγές της και γνωστή από πολλά μαγειρικά βιβλία.


Μια Κυριακή μετά την εκκλησία στο χωριό ,καθίσαμε στο σπίτι της και μου διηγήθηκε τη ζωή της και την αγάπη της για τη μαγειρική.


-Πείτε μας κάτι για τη ζωή σας.

- Γεννήθηκα στον Μεσαναγρό το 1938 στις 6 Ιουλίου. Φοίτησα στο δημοτικό Σχολείο που βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία και αργότερα μετά το 1946 στο νέο κτήριο. Δάσκαλοί μας ήταν ο χωριανός μας Ιωάννης Mπίλλης και ο Πίσκας από το Γεννάδι. Μια εποχή κάναμε και μάθημα στον γυναικονίτη της εκκλησίας. Αρκετά χρόνια έζησα στο χωριό .Ο σύζυγός μου ήταν ο Μιχάλης Καραγιάννης ,Γραμματέας του χωριού. Ήμασταν γεωργοί και είχαμε και κατσίκiα όπως όλοι οι χωριανοί. Ο σύζυγός μου με έπαιρνε στο χωράφι και γύριζε στο γραφείο στη δουλειά του και το απόγευμα ερχόταν στο χωράφι.



                                                                 



- Πως ασχολήθηκες με τη μαγειρική……


- Από μικρή μου άρεσε να μαγειρεύω όχι μόνο για μένα ,αλλά και για τους άλλους. Παρακολουθούσα τις πιο παλιές μαγείρισσες ,ρωτούσα και ρουφούσα κάθε λεπτομέρεια .Έπαιρνα μέρος όταν τα καλοκαίρια ‘εφτιαχναν τους τραχανάδες, το πιριούρι ,τα ζυμώματα κάθε Σάββατο για τα ψωμιά και η αγάπη μου αυτή συνεχιζόταν χρόνια και χρόνια.

Σιγά σιγά απόκτησα πολλές γνώσεις και οι παλιές μαγείρισσες άρχισαν να με υπολογίζουν. Ότι καινούριο φαγητό έβλεπα ,προσπαθούσα να μάθω την τεχνική του ,τον τρόπο μαγειρέματος και τα υλικά του. Μια εποχή παρακολούθησα τις Μεσαναγρενές να φτιαχνουν το κριθαράκι της εποχής εκείνης ,να το αποξηραίνουν και να το έχουν για τον χειμώνα. Η κουλουρία ήταν και είναι το πιο νόστιμο παραδοσιακό φαγητό . Μαγειρεύεται με πέρδικα ,κρέας κατσίκας, κρέας λαγού και μοσχαριού. Οι χυλοπίτες ξεραίνονταν και τις χρησιμοποιούσαν όποτε ήθελαν.

Η γαστρονομία μας περιελάμβανε και πολλά γλυκά. Τα δροσοπίτια ήταν το γλυκό της Αποκριάς. Τα φτιάχναμε πάνω σε ειδική πέτρα στη φωτιά .Μοιάζουν σαν τις σημερινές κρέπες. Αφού ψηθούν βάζουμε μέλι στο τηγάνι με λίγο νερό και τα περιχύνουμε. Τις αποκριές βάζαμε δροσοπίτια στο τζάκι για να τα φάει ο λαγός και να μη τρώει τα σπαρτά.

Τα κατημέρια ,οι χορτόπιτες ,οι τηγανίτες και άλλα γλυκά είχαν όμορφες γεύσεις. Όταν στέλλαμε κατημέρια στους κουμπάρους τα κάναμε διαφορετικά. Τα μελώναμε ,βάζαμε καρύδια και σησάμι ,για να είναι πιο νόστιμα.



                                                             



-Πως έγινες γνωστή στην τηλεόραση.


Πολλές φορές έπαιρνα μέρος σε γιορτές στην πόλη. Συμμετείχα σε γιορτές του Δήμου και της Περιφέρειας .Σε μια εδήλωση μια διατροφολόγος με πλησίασε και άρχισε να με ρωτά για τα φαγητά και γλυκά που φτιάχνω και μάλιστα με ρώτησε για την πρασόπιτα . Έμεινε ενθουσιασμένη και μου ζήτησε να της πω τη συνταγή και φτιάξαμε πρασόπιτες . Ήταν η αδελφή του Σεφ Τρουμούση. Αργότερα γνωρίστηκα και με την Μπαρμπαρήγου και μάλιστα μου ζήτησε να πάρω μέρος στην εκμπομπή της Μενεγάκη. Δεν μπόρεσα να πάω και η Μπαρμπαρήγου ήρθε στον Μεσαναγρό για να με γνωρίσει.

Από το πρωί έφτιαξα διάφορα φαγητά όπως κουλουρία, ρεβύθια ,τσούκα και διάφορα γλυκά. Η Μπαρμπαρήγου ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που καθίσαμε πολλές ώρες φτιάχνοντας φαγητά και γράφοντας τις συνταγές μου. Μεγάλη εντύπωση της έκανε η τσούκα. Η τσούκα είναι τραχανάς με κρέας κατσικερό. Βάζουμε δυόσμο και άλλα καρικέυματα και μένει στο παραδοσιακό φούρνο όλη τη νύχτα κλειστός. Το φαγητό αυτό γινόταν τις μεγάλες γιορτές .

Πήρα μέρος σε πολλές εκδηλώσεις στην πόλη της Ρόδου και πάντα το τραπέζι μου κινούσε μεγάλο ενδιαφέρον. Θυμάμαι, όταν Δάσκαλέ μου ήσουν Πρόεδρος στον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού ,που πήραμε μέρος σε μια εκδήλωση στο Γεννάδι για τον τουρισμό. Κάθε χωριό είχε το περίπτερό του και το δικό μας κίνησε το ενδιαφέρον των τουριστών. Είχαμε φτιάξει γλυκά ,διάφορους μεζέδες, αλλά και δείξαμε στους τουρίστες πως φτιάχνεται το χωριάτικο παραδοσιακό ψωμί. Πολλές τουρίστριες δοκίμασαν να πλάσουν στον σουφρά ψωμί. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία που μας ευχαρίστησε όλους.



                                                          



- Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρός το Σάββατο.΄Ηταν η μέρα που ολες οι νοικοκυρές ζύμωναν τα ψωμιά. ¨Ολο το χωριό μύριζε από ψωμιά και ήταν μια μέρα αξέχαστη. Πείτε μου πως τα καταφέρνατε….

Από βραδίς παίρναμε το ζυμάρι και το ετοιμάζαμε να ανέβη. Το ζυμάρι το παίρναμε από τη γιορτή του σταυρού. Το έφτιαχναν γυναίκες που δεν είχαν άντρα. Την ημέρα του Σταυρού που γύριζε ο παπάς τα σπίτια ,μοίραζε και το ζυμάρι. Πρωί πρωί ζυμώναμε τα ψωμιά ,βάζοντας και αλάτι. Όταν είχαν ανεβεί τα ψωμιά, ανάβαμε τον φούρνο , καθαρίζαμε το δάπεδο με σχίνο και με τη σφουρνίστρα τοποθετούσαμε τα ψωμιά στον φούρνο. Τα ροϊζαμε για να μην αρπάξουν και τοποθετούσαμε από πάνω σχίνο . Εκτός από τα ψωμιά ,κάθε γυναίκα έφτιαχνε κουλούρια ,πιο μικρά ψωμάκια για τα παιδιά της. Όταν ήταν η εποχή που οι σχίνοι είχαν καρπούς ,έβαζαν και καρπό σχίνου και τα ψωμιά ήταν πιο νόστιμα. Τα ψωμιά κρατούσαν όλη την εβδομάδα .




                                                                                



-Τι θυμάσαι από τη ζωή στο χωριό…


Αυτό που θυμάμαι και μου έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου είναι η αλληλοβοήθεια μεταξύ των χωριανών. Δεν υπήρχε δουλειά που να μη βοηθά ο ένας τον άλλο. Το καλοκαίρι στην εποχή του θερισμού ,όταν μια οικογένεια τέλειωνε τον θερισμό ,πήγαινε και βοηθούσε άλλους χωριανούς που συνέχιζαν τον θερισμό. Στον θερισμό το χωριό άδειαζε ,γιατί κοιμόμασταν στα χωράφια. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και οι αποστάσεις ήταν μεγάλες. Οι μεταφορές γινονταν με τα ζώα. Φορτώναμε στα ζώα τα γομάρια από τα στάχυα και τα μικρά παιδιά και του Δημοτικού ακόμα τα πήγαιναν στα αλώνια στο χωριό ,τα ξεφόρτωναν και ξαναγύριζαν στα χωράφια. Μαγειρεύαμε στα χωράφια με ξύλα και ποτέ δεν άρπαξε φωτιά ,γιατί προσέχαμε. Όταν κόντευε να τελειώσει ο θερισμός ,άφηναν ένα μέρος αθέριστο ,μαζευόταν η οικογένεια και ο πατέρας με ένα δρεπάνι θέριζε το σιτάρι σε σχήμα σταυρού. Στο τέλος ο ένας κατάβρεχε τον άλλο και ευχόμασταν υγεία και του χρόνου.




                                                                                    


- Την αλληλεγγύη μεταξύ των Μεσαναγρενών την έβλεπα και στις εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου..


Στις εκδηλώσεις του Πολιτιστικού ,στους γάμους που μαγειρεύαμε παραδοσιακά φαγητά τον πρώτο λόγο τον είχαν οι καλές μαγείρισσες. Βοηθούσε όλο το χωριό. Τα φαγητά μας ήταν πεντανόστιμα και οι επισκέπτες μας είχαν να λένε και να ζητούν τις συνταγές. Ταϊζαμε πάρα πολλούς ανθρώπους και συμμετείχαν και οι νέοι μας. Αυτές οι εκδηλώσεις έπρεπε να συνεχιστούν ,να συμμετέχουν και οι νέοι μας ,για να συνεχιστεί η παράδοση.


                                                                             



- Τι θα συμβουλεύατε τις σημερινές γυναίκες ,για νόστιμα φαγητά….


Η μαγειρική είναι μεράκι. Πρέπει να την αγαπάς, να ρωτάς, να διαβάζεις και να πειραματίζεσαι. Η κουζίνα σου να είναι καθαρή, να φοράς σκούφο και τα υλικά σου να είναι διαλλεκτά . Εγώ όταν μαγειρεύω δεν αφήνω να πλησιάζει κανένας στην κουζίνα μου. Υπάρχουν φαγητά που ακολουθώντας την παράδοση κάθε φορά γίνονται και πιο νόστιμα. Στα ντολμαδάκια πάντα το κρέας γίνεται με κομμάτια και το μέτρο των υλικών παίζει μεγάλο ρόλο.


                                                                            



- Τι θα’ θελες να κάνεις ,για να μάθουν και οι νέες και νέοι μας την Μεσαναγρενή κουζίνα….


Μπορώ τις ημέρες που είμαστε στο χωριό να μαζευόμαστε στο χοροστάσι και κάθε φορά να φτιάχνουμε και ένα παραδοσιακό φαγητό. Να συμμετέχουν οι νέοι μας ,να γνωρίσουν την τέχνη ,τα υλικά και αυτό να γίνεται τακτικά.


                                                                                      



Θα μπορούσαμε να γράψουμε περισσότερα πράγματα και αυτό πιστεύω να ξαναγίνει και με άλλες μαγείρισσες,. Κυρία Καθολική χίλια ευχαριστώ ,να είσαι πάντα καλά και να συνεχίσεις να μαγειρεύεις και να μας μαθαίνεις όλα τα πράγματα ,που αφορούν το όμοπρφο χωριό μας.


Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Η ΛΕΣΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΝΑΓΡΟΥ

 


                                                                         




Έχει και το χωριό τη Λέσχη του. Μη φανταστείτε κάποια Λέσχη με τη σημασία που έχει στην πόλη. Είναι ένα κτήριο, που η ιστορία του διαχρονικά συμβαδίζει με την ιστορία του χωριού. Βρίσκεται στην είσοδο του χωριού και λόγω της θέσης του, είναι το πιο κεντρικό σημείο του. Στα παλιά χρόνια, η Λέσχη ήταν ένα κτήριο, που ο αγροφύλακας του χωριού έβαζε τα ζώα που έπιανε να κάνουν ζημιές. Ήταν το «τοκάτι», η φυλακή για τα ζώα. Παλιά, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Πολλές φορές από κάποιο κτηνοτρόφο ξέφευγαν ζώα, έμπαιναν στα σπαρμένα χωράφια και έκαναν ζημιές. Ο αγροφύλακας που φύλαγε τους αγρούς, τα συλλάμβανε και τα έβαζε στο «τοκάτι». Ο κτηνοτρόφος, για να πάρει πίσω τα ζώα του, έπρεπε να πληρώσει τη ζημιά στον αδικημένο ή διαφορετικά πήγαιναν στα δικαστήρια. Το 1955 έγινε ο Εξώστης, δαπάνες του Γεωργίου Στυλιανού, Μεσαναγρενού που διέμενε στην Αυστραλία. Αργότερα το κτήριο έγινε Αναγνωστήριο. Ένα είδος βιβλιοθήκης για τους νέους του χωριού. Έγινε, δηλαδή, η Λέσχη για Αναγνώστες. Λόγω, όμως, της θέσης του, υπήρχε διαμάχη για τη χρήση του. Κάποιοι άλλοι ήθελαν να είναι καφενείο και τελικά αυτό επικράτησε. Από τότε και μέχρι σήμερα, η Λέσχη είναι καφενείο, αλλά το όνομα παρέμεινε. Είναι αυτό που ξαφνιάζει τους ξένους, όταν ακούνε πάμε στη Λέσχη. Τη φαντάζονται πραγματικά Λέσχη! H Λέσχη είναι το πιο όμορφο και δροσερό μέρος του χωριού. Εδώ κάθονται οι χωριανοί και απολαμβάνουν τη δροσιά του τεράστιου φίκου, ενός δένδρου που ομορφαίνει την πλατεία. Όπως μας αφηγήθηκε ο Παντελής Μιχαήλ: «Το 1955, η οικογένειά τους είχε τη Λέσχη ως καφενείο και έφεραν από τη Ρόδο με το βεντισέι (φορτηγό) που είχαν μαζί με τον Στέλιο Χατζηιωάννου, τον φίκο και τον φύτευσαν στην πλατεία. Ο φίκος έχει ζωή 65 χρόνια και συνεχίζει να είναι το πιο όμορφο σημείο στην είσοδο του χωριού». 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

ΟΙ ΜΑΝΤΡΑΤΟΡΙΣΣΕΣ

 


                                                                  



Οι γυναίκες του Μεσαναγρού, όπως όλες οι γυναίκες τότε μπορώ να πω, ήταν ηρωίδες. Και τι δεν έκαναν. Σπίτι, μάντρα, γεωργία. Οι δουλειές πολλές και έπρεπε να τα προλάβουν όλα. Πολλές φορές, το πρωί πήγαιναν στη μάντρα και το απόγευμα ασχολούνταν με τη γεωργία. Την εποχή του θερισμού και της σποράς, το ζευγάρι χωριζόταν στα δύο. Συνήθως, οι άντρες πήγαιναν να σπείρουν και οι γυναίκες πήγαιναν στη μάντρα. Έπρεπε να βάλουν τα μικρά να θηλάσουν, να αρμέξουν το γάλα και να φτιάξουν τα διάφορα προϊόντα. Τυρί, γριά, βούτυρο παστά, μυζήθρες και πρωτόαλη. Δίπλα από τη μάντρα υπήρχε ο στάβλος, ένα πρόχειρο κτίσμα, που εκεί γίνονταν όλα αυτά. Η πρωτόαλη ήταν το πρώτο γάλα που έπαιρναν από την κατσίκα, μετά τη γέννα. Το έβραζαν και το άφηναν να πήξει. Η γριά ήταν το καϊμάκι που γινόταν στην κορφή του γάλακτος. Το βούτυρο το έφτιαχναν ψήνοντας τη γριά. Τα παστά, είδος σκληρού τυριού, τα έφτιαχναν βράζοντας το γάλα και βάζοντας πυτιά. Η Μυζήθρα και το τυρί ήταν τα πιο συνηθισμένα. Χρησιμοποιούσαν πυτιά, για το πήξιμο και τα τοποθετούσαν στο τυρικό, για να στεγνώσουν. Ο αξύαλος ήταν ξινισμένο γάλα, που το χρησιμοποιούσαν για το φτιάξιμο του τραχανά. Από όλα αυτά, η μεγάλη μου αδυναμία, ήταν τα παστά. Σε κάθε σπίτι υπήρχε κρεμασμένη η καλαμωτή που τοποθετούσαν τα διάφορα προϊόντα και τα παστά. Πόσες φορές δεν έβαζα την καρέκλα για να φτάσω και να κόψω ένα κομμάτι παστό… Όλα αυτά υπήρχαν στα σπίτια των βοσκών, που τα διατηρούσαν όλο το χρόνο, για να ζει η οικογένεια. Μετά από όλες αυτές τις δουλειές στη μάντρα, η μαντρατόρισσα, κατά το μεσημέρι έφευγε καθισμένη στο γαϊδουράκι, για να πάει να βοηθήσει στη σπο- ρά ή στο θερισμό. Και το βράδυ γυρίζοντας σπίτι, έπρεπε να κοιτάξει και το νοικοκυριό. Να ανάψει φωτιά, να μαγειρέψει, να καθαρίσει. Πού καιρός για ξεκούραση; 231 Άλλες εποχές, άλλα χρόνια. Θαυμάζω όλες αυτές τις γιαγιάδες που έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα και σκέφτομαι πώς έγινε αυτό, μετά τα όσα είχαν περάσει. Μήπως σε κάποια από όλα αυτά κρύβεται το μυστικό της μακροζωίας;

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

 


                               


  • Τα πρώτα ραδιόφωνα στο χωριό ήταν στο σχολείο, στο καφενείο και στο σπίτι του δασκάλου. Όταν ο δάσκαλος έφερε το ραδιόφωνο στο σχολείο, όλοι είχαμε την περιέργεια να το δούμε, να το επεξεργαστούμε και πιστεύαμε ότι κάποιος στο εσωτερικό του βρισκόταν και μιλούσε ή τραγουδούσε… Καθημερινά κατά τις δέκα, ο δάσκαλος μας έπαιρνε στο γραφείο του, όπου είχε εγκαταστήσει το ραδιόφωνο για να ακούμε μια παιδική εκπομπή «Τη Θεία Λένα». Το ραδιόφωνο ήταν αρκετά μεγάλο, καφέ χρώματος και είχε κουμπιά που τα γύριζε ο δάσκαλος, για να το ανοίξει ή να το κλείσει. Μπαίναμε, λοιπόν, στο γραφείο και ακούγαμε την εκπομπή για τα παιδιά. Πιστέψτε με, ρουφούσα με τα λόγια και τις ιστορίες που ακούγονταν. Η πρώτη φορά ήταν εντυπωσιακή! Μόλις άνοιξε το ραδιόφωνο, μια μαγευτική φωνή άρχισε να μιλάει. Τι έλεγε, δεν πολυπρόσεξα. Τα μάτια μου ήταν στραμμένα στη συσκευή. Την παρατηρούσα και προσπαθούσα να δω πως λειτουργεί. Πόσα πράγματα μάθαμε από την εκπομπή αυτή… Φανταστείτε, σε ένα από τα πιο μακρινά χωριά της Ρόδου, τα παιδιά που δεν είχαμε πάει στην πόλη, που δεν είχαμε δει αυτοκίνητο, που δεν είχαμε καν βιβλία, να τα ακούμε όλα αυτά και να αναρωτιόμαστε, πότε θα τα δούμε κι εμείς; Αυτό μας άνοιξε την όρεξη και πολλά παιδιά άρχισαν να σκέφτονται ότι έπρεπε να πάμε στην πόλη, για να συνεχίσουμε το Γυμνάσιο. Αργότερα στα καφενεία, τα ραδιόφωνα μετέδιδαν τραγούδια και αρχίσαμε κι εμείς να σιγοτραγουδάμε πολλά από αυτά. Την Κυριακή, την περίμενα πώς και πώς. Περνούσα έξω από το σπίτι του δασκάλου για να ακούω τη θεία λειτουργία. Τι ψαλμοί ήταν αυτοί! Έχουν μείνει βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη μου, μέχρι σήμερα. Πόσες φορές περνούσα έξω από το σπίτι για να ακούω, δε θυμάμαι. H Κυριακή γινόταν πιο ελκυστική με τη μετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων. Μαζευόμασταν σε ένα σπίτι και ακούγαμε τους αγώνες. Πόσες κόντρες, πειράγματα, αθώα όμως και πάντα μέσα στα πλαίσια της λογικής. Όλα αυτά με βοήθησαν αργότερα και μου καλυτέρευσαν τη ζωή.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Οι πηγές μακροζωίας των παλιών Μεσαναγρενών

 

                                                                   



Οι πηγές μακροζωίας των παλιών Μεσαναγρενών

       Κάθε φορά που πηγαίνω στο χωριό και συναντώ τους παλιούς Μεσαναγρενούς, που ο Μ.Ο. ηλικίας είναι πάνω από 90 χρόνια, θαυμάζω το σφρίγος τους, την υγεία τους και το ότι ασχολούνται ακόμη με τα χωράφια τους και τους κήπους τους και εύχομαι, ο Θεός να τους έχει πάντα καλά. Σήμερα όλοι αυτοί που είναι μεγάλοι σε ηλικία, μια γιαγιά μάλιστα έχει ξεπεράσει τα 100 χρόνια, έχουν διαύγεια μυαλού και συμμετέχουν σε ό,τι συμβαίνει στο χωριό. Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τους κρατά ζωντανούς και πάνω από όλα υγιείς. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι παράγοντες είναι τρεις. 1- Το κλίμα του χωριού 2- Η σκληρή ζωή 3- Η διατροφή Το κλίμα του Μεσαναγρού είναι από τα καλύτερα στο νησί. Δεν το λένε μόνο οι ντόπιοι αλλά και οι ξένοι επισκέπτες. Δεν υπάρχει εκείνη η υγρασία που σου τρυπά τα κόκαλα και η ζέστη του καλοκαιριού που σε καταβάλλει. Δεν μπορείς το καλοκαίρι, ακόμα και την πιο ζεστή μέρα, το βραδάκι, να μη φορέσεις κάτι. Ξαναγεννιέμαι όταν πηγαίνω στο χωριό. Θέλεις τα βουνά, θέλεις ο πουνέντης, θέλεις το υψόμετρο, όλα αυτά σε ξανανιώνουν. Η ζωή των Μεσαναγρενών ήταν σκληρή. Ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Έπρεπε όλη την ημέρα να είναι στο πόδι. Το πρωί στη βοσκή των ζώων και το απόγευμα στο χωράφι. Οι περισσότεροι ήταν λεπτοί, ευκίνητοι και δυνατοί. Από μικρά παιδιά συνηθίζαμε να ζούμε έτσι. Σχολείο το πρωί, στα κατσίκια και στα χωράφια το απόγευμα. Πάρα πολλοί δεν είχαν πάει σε γιατρό. Δεν είχαν πάρει ποτέ φάρμακα. Γιατροί ήταν οι ίδιοι και αντιμετώπιζαν τις αρρώστιες με βότανα. Πόσες και πόσες γυναίκες δε γέννησαν τα παιδιά τους στα χωράφια, την ώρα του θέρους και μετά συνέχιζαν τη δουλειά βάζοντας το μωρό στη νάκα...  . Χωριάτικο ψωμί Η διατροφή έπαιξε ίσως το σημαντικότερο ρόλο. Λίγο φαγητό, όχι πολύ κρέας, προϊόντα αγνά και όλα δικά τους. Βλέπετε δεν υπήρχαν ψυγεία για να βάλουν το κρέας ή τα μεγάλα μαγαζιά για να προμηθεύονται όλα αυτά τα αγαθά που υπάρχουν σήμερα. Υπήρχε το «φανάρι» που εκεί τοποθετούσαν το τυρί, το κρέας, το φαγητό που έμενε και μόνο για λίγες ημέρες. Το σφάξιμο του χοίρου ήταν μεγάλο γεγονός, γιατί πάστωναν το κρέας και με αυτό ξεγελούσαν την επιθυμία τους για να νοστιμίζουν τα φαγητά. Αν και ήταν κτηνοτρόφοι, έσφαζαν ζώα μόνο τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, Παναγιάς ή σε κάποιο σπουδαίο γεγονός. Γλυκά έτρωγαν μόνο τις μεγάλες γιορτές και στις ονομαστικές γιορτές. Σήμερα όλα αυτά άλλαξαν. Η καθιστική ζωή, τα ψυγεία, η ανεξέλεγκτη αγορά προϊόντων, η ανθυγιεινή και μη φυσιολογική ζωή, μας κάνουν να βλέπουμε όλα αυτά απόμακρα και απλησίαστα. Στο χέρι μας είναι να τα αλλάξουμε. Μπορούμε. 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

 


                                                              



Ηλεκτρισμός στο χωριό δεν υπήρχε και ο φωτισμός των σπιτιών γινόταν με ίδια μέσα. Λάμπες πετρελαίου και καντήλια. Σε κάθε σπίτι υπήρχαν οι λάμπες πετρελαίου, που άναβαν μόλις σκοτείνιαζε. Το φως τους ήταν αμυδρό, ίσα ίσα για να φωτίζει το σπίτι. Η λάμπα αποτελείτο από δύο μέρη. Το κυρίως μέρος, όπου έμπαινε το πετρέλαιο και το φυτίλι και το γυαλί, που κάλυπτε το αναμμένο φυτίλι, για να φωτίζει καλύτερα. Το γυαλί μαύριζε τακτικά και χρειαζόταν καθάρισμα ή σπούσε από τις απότομες αλλαγές θερμοκρασίας. Αν ψήλωνες ή χαμήλωνες τη φλόγα, με το μηχανισμό που υπήρχε… Με το λίγο φωτισμό βολεύονταν όλοι στο σπίτι. Και όταν κοιμόντουσαν η λάμπα χαμήλωνε το φωτισμό ή έσβηνε και έμενε αναμμένο το καντήλι. Το δράμα ήταν για μας τους μικρούς που προσπαθούσαμε να γράψουμε και να διαβάσουμε. Το φως λίγο, τα λάθη αρκετά και ο δάσκαλος αυστηρός. Πόσες φορές 187 δεν έσπασε το γυαλί την ώρα που διαβάζαμε και το διάβασμα πήγαινε στράφι… Καθισμένοι κατάχαμα, γύρω από το σουφρά, έπιπλο χαμηλό, στρογγυλό, που χρησίμευε σαν τραπέζι, γράφαμε και διαβάζαμε τα μαθήματά μας υπό το φως της λάμπας. Το λιγοστό φως δε στάθηκε εμπόδιο να μάθουμε γράμματα. Όταν θέλεις, όλα γίνονται. Πρόβλημα υπήρχε και στους δρόμους του χωριού τη νύχτα, όταν κυκλοφορούσαμε. Φώτα δεν υπήρχαν και ιδίως το χειμώνα τα πράγματα ήταν δύσκολα. Υπήρχαν βέβαια τα φανάρια, που φώτιζαν με λάδι αλλά και οι πυρσοί. Τυλίγαμε γύρω από ένα ξύλο πανί, το βουτούσαμε στο πετρέλαιο, το ανάβαμε και πηγαίναμε στον προορισμό μας. Αργότερα ήρθαν τα λουξ, που τα χρησιμοποιούσαν σε πιο μεγάλους χώρους, όπως στα καφενεία ή όταν γίνονταν χοροί και γλέντια. Αυτά φώτιζαν περισσότερο, αλλά το μειονέκτημά τους ήταν ο αμίαντος που μετέδιδε το φως και σπούσε εύκολα. Αρχές του ’70 ήρθε το φως στο χωριό. Τα πράγματα άλλαξαν. Οι λάμπες χάθηκαν και τώρα στολίζουν τις γωνιές των σπιτιών, σαν πολύτιμα κειμήλια.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Τα σπίτια στον Μεσαναγρό

 

                                                                 



Στο χωριό τα σπίτια είναι κτισμένα με δύο τρόπους. Με δύο διαφορετικές τεχνοτροπίες, θα έλεγα. Σπίτια καμαρωτά, κτισμένα με καμάρα και σπίτια με μεσιά. Ο μεσιάς, είναι ένα χοντρό μεγάλο ξύλο, από κυπαρίσι, που τοποθετείται στη μέση του σπιτιού, για να κρατά τα κορφάδια, γι’ αυτό και λέγεται και μεσιάς. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού είναι καμαρωτά και αρκετά ήταν με μεσιά. Αν μου λέγατε να έκανα επιλογή ανάμεσα στις δύο τεχνοτροπίες, αν και μεγάλωσα σε καμαρωτό σπίτι, σίγουρα θα δυσκολευόμουν. Κάθε σπίτι έχει και τις δικές του χάρες. Τόσο η καμάρα, όσο και ο μεσιάς, στηρίζουν τα κορφάδια και βρίσκονται στη μέση του σπιτιού. Η καμάρα για να κτιστεί θέλει έμπειρους τεχνίτες, ειδικές πέτρες και γενικά είναι πιο περίπλοκη από τον μεσιά. Χρειάζεται τέχνη και ειδικά η τοποθέτηση της πέτρας «κλειδί» που κρατά την καμάρα. Αν αφαιρεθεί αυτή η πέτρα, η κα μάρα καταρρέει μαζί με όλη τη στέγη. Πόσα ατυχήματα δεν έγιναν από άγνοια, όταν επισκευάζονται σπίτια… Μια καλά κτισμένη καμάρα κρατάει χρόνια, ακόμα και αιώνες. Θα έχετε παρατηρήσει ότι σε παλιά ερειπωμένα σπίτια, το μόνο μέρος του σπιτιού που μένει ανέπαφο, όρθιο θα έλεγα, είναι η καμάρα. Γι’ αυτό και τα καμαρωτά σπίτια είναι πιο ανθεκτικά στους σεισμούς. Τα τελευταία χρόνια στα σπίτια, η καμάρα, ξεσουβατίζεται, αναδεικνύεται η πέτρα και είναι το πιο εντυπωσιακό μέρος του σπιτιού.  Ο μεσιάς, είναι ξύλο από κυπαρίσσι, χοντρό και βαρύ. Πάντα προσπαθούσα να φανταστώ, πώς αυτό το ξύλο μεταφερόταν από τα κοντινά δάση, για να τοποθετηθεί στα σπίτια. Με ζώα θα ήταν δύσκολο, γιατί οι δρόμοι ήταν στενοί, ένα ζώο θα ήταν αδύνατο να το μεταφέρει, το ξύλο βαρύ και μακρύ και δύσκολο. Πιστεύω ότι θα μεταφερόταν από τους άντρες του χωριού, κρατώντας το στους ώμους. Το ξύλο τοποθετείτο στη μέση του σπιτιού, στηριγμένο καλά και πάνω του τοποθετούσαν τα κορφάδια και από τις δυο μεριές. Αυτή η δύσκολη μεταφορά, ίσως ανάγκασε τους χωριανούς στα νεότερα χρόνια να κτίζουν ως επί το πλείστον σπίτια καμαρωτά. Σήμερα οι χωριανοί σέβονται την παράδοση και τα διατηρούν τα σπίτια τους «παραδοσιακά», όπως παραδοσιακό είναι και το χωριό. Τα σπίτια είναι κατά κανόνα ισόγεια και αποτελούνται από τετράγωνη ή ορθογώνια αυλή, γύρω από την οποία βρίσκονται οι διάφοροι χώροι. Οι στέγες αποτελούνται από ξύλινη οροφή και ένα στρώμα αργίλου, πατελιά, όπως λέγεται. Το μεγάλο δωμάτιο είχε πολλές χρήσεις. Αποτελούσε υπνοδωμάτιο, σάλα, αποθήκη. Υπάρχει εστία όπως και στην κουζίνα. Δίπλα ακριβώς είναι ο σοφάς που και σήμερα ακόμη κοιμούνται οι νοικοκυραίοι. Στις άλλες «πάντες» υπάρχουν οι πάγκοι ή πάγκες. Εσωτερικά είναι κούφιοι και χρησίμευαν για αποθήκες προϊόντων και στο επάνω μέρος κοιμόντουσαν οι νοικοκυραίοι. Σε ένα ορισμένο ύψος υπάρχει μια εξοχή από ξύλο, ράφι, που πάνω υπάρχουν πιάτα για στολίδι. Πιο ψηλά υπάρχουν τα κάντρα. Απέναντι από την είσοδο του σπιτιού, ο τοίχος είναι στολισμένος με κάντρα, πάντες, κεντήματα και στη μέση ο καθρέφτης. Στη μέση του σπιτιού βρίσκεται το τραπέζι με καρέκλες, το μπουρέο, στη δεξιά μεριά στον τοίχο βρίσκεται το εικονοστάσι με εικονίσματα και την εικόνα του προστάτη Άγιου του σπιτιού. Εσωτερικά, κάτω από τις πάγκες υπάρχουν τα πιθάρια, οι βυτίνες, νταμιζάνες και διάφορα άλλα πράγματα χρήσιμα στους νοικοκυραίους. Η κουζίνα δεν επικοινωνεί με το μεγάλο δωμάτιο, έχει εστία, πάγκους και εκεί φτιάχνεται το φαγητό. Υπάρχει, επίσης, ένα άλλο δωμάτιο για ζώα «το κελάρι». Εκεί έβαζαν τα ζώα τους χειμωνιάτικους μήνες, τα ξύλα τους για το τζάκι και τις ζωοτροφές. Σε πολλά σπίτια υπήρχε κοτέτσι και φούρνος, για το ψήσιμο των ψωμιών. Τα σπίτια είναι κολλημένα, οι δρόμοι στενοί και κάθε χρόνο ασπρίζονται με ασβέστη. Με ασβέστη επίσης, οι γυναίκες του χωριού, έκαναν διάφορα σχήμα τα στο δρόμο για ομορφιά, ιδίως κύκλους. Τα σπίτια είναι λιθόκτιστα, με μεγάλο πάχος τοίχων. Η λάσπη περιείχε και άχυρο. 

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΙΟΥΝΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΑΝΤΕΙΟΥ (ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ) -ΚΑΛΟΣ ΜΑΣ ΜΗΝΑΣ

 


                                            


                                                                           

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΙΟΥΝΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΑΝΤΕΙΟΥ

(ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ)


Στο τέλος του μαγιάτικου μονοπατιού στο σταυροδρόμι του καλοκαιριού ,στέκεται καρτερικά ο Ιούνιος. Με τα πύρινα δόρατά του , τις σταρένιες βολές του και το ακονισμένο δρεπάνι του, θερίζει τους μαγιάτικους καρπούς και δηλώνει όλη την πορφύρα στη δική του παλέτα. Εκ πρώτης όψεως η φιγούρα του ίσως δείχνει απειλητική. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά ένας σκληροτράχηλος γέροντας που εργάζεται στωικά ,χωρίς να πτοείται από τα ρυάκια ιδρώτα που αναβλύζουν στο σκαμμένο πρόσωπό, κάτω από το ψάθινο καπέλο του. Κι αν μέχρι εδώ η εικόνα μοιάζει συνηθισμένη πλην πέρα για πέρα φιλότιμη ,μια στιγμή φτάνει για να καταρριφθεί. Ανάμεσα σε δυο διαδοχικά βλέμματα , ο γέροντας τινάζει από πάνω του τη σκόνη και το χώμα και καθώς σκύβει και διπλώνεται στη μέση, εξαφανίζει τα ταλαιπωρημένα του ρούχα με ασύλληπτο για τον κοινό νου ,τρόπο.

Ντύνεται στα λευκά ,παρότι κι αυτά είναι κιτρινισμένα από τον παράφορο ήλιο και τον χρόνο, μεταμορφώνει το ξεφτισμένο ψάθινο καπέλο του σ΄ένα περιποιημένο ναυτικό με χρυσοκέντητες άγκυρες και τον παραλυμένο από τη ζέστη αγρό , σε μια απέραντη αφρισμένη θάλασσα;. Τώρα πια στέκεται αγέρωχος στην είσοδο του καραβιού, έτοιμος να υποδεχτεί τους επίδοξους πορθητές του καλοκαιριού. Να τους οδηγήσει σε αχαρτογράφητα πελάγη , κάτω από γαλήνιες ξαστεριές και θελκτικές πανσέληνους. Το μελτέμι δυναμώνει και φουσκώνει με αγαλλίαση και ιώδιο πνευμόνια και πανιά.


« Φεύγουν ώρες και οι στιγμές σαν βιαστικές νεροσυρμές

Μα εμείς θα βρούμε υλικό να φτιάξουμε αναμνήσεις».


Καλό μας ταξίδι


Ο Ανώνυμος Μαθητής


Αμαράντειος 2015


Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Του Ασυναληψιού (Της Αναλήψεως)




                                                          

         


Του Ασυναληψιού          (Της Αναλήψεως)  
 
                 Του Ασυναληψιού πήγαιναν στις μάντρες, που υπήρχαν πολλές. Οι συγγενείς, άλλοι με τα ζώα τους, άλλοι με τα πόδια, πήγαιναν για να γιορτάσουν την ημέρα και να περάσουν καλά. Οι βοσκοί, από τις προηγούμενες ημέρες, ετοιμαζόντουσαν για να φιλοξενήσουν τους δικούς τους. Ετοίμαζαν τυριά, γάλατα, μυζήθρα, γριά, γιαπράκια και ντολμάδες. Όλο το χωριό έφτιαχνε ντολμάδες, με αμπελόφυλλα και με κρέας ριφιού. Επίσης, το κοκκινιστό ήταν στη διάταξη. Κάτω από τα πελώρια κυπαρίσσια ή πεύκα, κατάχαμα, άπλωναν τα τραπεζομάντηλα και τα γέμιζαν με τα φαγητά. Ο κάθε μαντράτορας, βοσκός, έσφαζε το κατσίκι και άρχιζε το ψήσιμο στη φωτιά που είχαν ανάψει. Όλοι γλεντούσαν και απολάμβαναν τα φαγητά και το κρασί. Ανάμεσα στα δέντρα έδεναν σχοινιά και έφτιαχναν κούνιες, για να κουνιούνται τα παιδιά. Το έθιμο έλεγε, όλα τα παιδιά να κάνουν κούνιες. Ακόμα και σήμερα που δε γίνονται αυτά, οι κούνιες στο χωριό θα γίνουν. Σε κάποιο δέντρο θα δεθεί το σχοινί, για να τηρηθεί το έθιμο. Η ημέρα περνούσε χαρούμενα και το γλέντι τέλειωνε αργά το απόγευμα. Το βραδάκι, ένα ατέλειωτο καραβάνι, αποτελούμενο από ανθρώπους και ζώα, έπαιρνε το δρόμο προς το χωριό. ΄Ηταν μια όμορφη στιγμή. Άλλοι κεφάτοι να τραγουδούν, άλλοι κουρασμένοι από το ποτό και τα παιδιά να τρέχουν ατέλειωτα. Όμορφες μέρες, όμορφα χρόνια, όμορφοι άνθρωποι, αξέχαστες στιγμές…