
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Το Βασιλόπουλο και η Βασιλοπούλα
Αφήγηση
: Παπαδημητρίου Βασιλεία
Καταγραφή:
Παπαμιχαήλ Μοσχοβία –Στοϊκίδου
Ελευθερία
Μια
φορά κι έναν καιρό είχε ένα Βασιλιά και
μια Βασίλισσα. Είχανε μία κόρη , μη βρέξει
ο Θιός και βρέξει την. ¨Ετυχε ν άρρωστήσει
η βασίλισσα.΄ Ηρτεν πιο η ώρα ν αποθάνει.
Εθώρειε ένα δακτυλί, εβγκαλέν το κι είπε
του άντρα της « σ΄’οποιον κάμει το
δαχτυλί , θα την πάρεις γυναίκα σου».
Ο
βασιλιάς εκάλεσε τες γυναίκες όλης της
οικουμένης , σ΄όσες κι αν εδοκίμασαν να
ταιριάσει το δακτυλί, σε καμμιά εν
εταίριασε. Εταίριασε μόνο στην κόρη
του.
-Θα
σε πάρω.
-Πατέρα,
εγώ κόρη σου και ά με πάρεις;
-Παράφηση
της μάνας σου είναι « σ΄όποια ταιριάξει
το δακτυλί να την πάρεις γεναίκα σου¨.
Ετσακώνονταν
ο βασιλιάς με την κόρη , η κόρη πιο
επόμεινε. Ορίσασι τον γάμο που θεν να
κάμουσι. Ο βασιλιάς πιο έκαμε της ένα
καλό πολυέλαιο δώρο. Η κοπέλα πάει και
βρίσκει κείνον που του παρήγγειλε ο
βασιλιάς τον πολυέλαιο και του λέει.
_
Θα μου κάμεις τον πολυέλαιο , θάχει μέσα
κρεβάτι, κουζινικά , τουαλέτα και όσα
πάσι, εγώ θα τα πλερώσω με το παραπάνω.
¨Εκαμέ
τα , επήρε τον πολυέλαιο στο σπίτι, , σε
δυο, τρεις μέρες , που είχε να γίνει ο
γάμος , χάνεται η κόρη. ΄Εβγκαλε όλο τον
στρατό να την εύρουν , δεν την ηύρασι.
Δεν ηύραν την κόρη , εμαυροφόρεσε το
παλάτι.
Είχε
και ένα βασιλόπουλο που τον γνώριζς και
πήε να τον συλληπηθεί πούχασε την κόρη
του. Το βασιλόπουλο υποψιάστη ότι η κόρη
ήτο μες στον πολυέλαιο. Εζήτησε από τον
βασιλιά να του πουλήσει τον πολυέλαιο
και του τον πούλησε. Επήρεν τον εις το
σπίτι , ανοίει τον πολυέλαιο και βρίσκει
την κοπέλα μέσα. Εκρέμασε τον πολυέλαιο
με την κοπέλα μέσα. Λε:
_Τώρα
θα μου φέρνετε δυο πιάτα φαϊ , διότι
ένα δε μου φτάνει ,δυο κουτάλια ,δυο
περούνια , δυο ποτήρια και θα τα΄αφήνετε.
Ήρκετο το βασιλόπουλο , έμπαινε μέσα ,
εκατέανέ την που τον πολυέλαιο , ετρώασι,
έβαλέ την πάλαι στον πολυέλαιο.
Η
κακή τύχη της κοπέλας , ειδοποίησαν το
βασιλόπουλο να πάει στον στρατό. Λέει
της μάνας του.
-Εγώ
τώρα θα φύω , εσύ θα βάζεις ένα πιάτο
φαγητό στο τραπέζι και νερό.
Εκείνη
εκακοψιάστη, κατεαίνει τον πολυέλαιο
,σπα τον , βγαζει την κοπέλα έξω. Παίζει
της και ξύλο , βάλλει την μέσα στο τσουάλι
και στέλνει τους φρουρούς και παίρνουντην
ες τον γιαλό και ρίχνου την.
Η
κοπέλα ήξερε κολύμπι και βγήκεν έξω.
Ηύρεν ένα βοσκό και είχε δυο κόρες ο
βοσκός. ¨Εκλαιεν η κοπέλα .Λε:
Απολύθηκε
το βασιλόπουλο , επήεν στο σπίτι, ο
πολυέλαιος σπασμένος και ρώτηξε τι
έγινε. Λέει η μάνα:
-Δεν
ετρώετο το φαί και ενοίξαμε τον πολυέλαιο
και ήτο πεθαμένη μέσα.
-Και
που την επήρατε;
-Στο
γιαλό.
Επήε
το βασιλόπουλο ,ηύρε τον βοσκό και τις
κοπέλες και την εγνώρισε που ήταν εκεί.
Την άλλη μέρα ξαναπήε και πήγαινε
συνέχεια. Τους κάλεσε για τραπέζι και
ο βοσκός του είπε ότι δεν μπορούν να
πάνε ,γιατί έχουν τα πρόατα. Εκείνος
ρώτηξε.
-Πόσα
πρόατα έχεις, πενήντα στρατιώτες θα
φέρω για να τα ξανοίουν.
Επήαν
στο σπίτι λοιπόν ,εφάασι , ήπιασι
,εδιασκεδάσασι , λέει το βασιλόπουλο.
-Τώρα
θα πούμε και που ένα παραμύθι.
Είπαν
ο βοσκός, είπαν οι δυο κάρες του , ήρτεν
και η σειρά της βασιλοπούλας .Λέει.
-Εγώ
δεν γνωρίζω παραμύθι.
-Θα
πεις ότι ξέρεις.
¨Εκατσαν
ούλοι στο γύρω . Η κοπέλα λέει.
Αλλά
η μάνα του , όταν άκουσε για τον πολυέλαιο
,εσηκώθη να φύει, αλλά το βασιλόπουλο
δεν την άφηκε. Ετέλεψε το παραμύθι η
βασιλοπούλα , είπε και για τον γιαλό και
ούλα. Ϋστερα το βασιλόπουλο έπιασε την
μάνα του , την έβαλε στο τσουάλι , την
έριξε στον γιαλό και πήρε γυναίκα του
τη βασιλοπούλα και περάσα καλά και μεις
καλύτερα.