Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα. Σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα. Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι, να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι. Ήρθαν και τον επιάσανε οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρις καταραμένοι. Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυρρανάνε. Ήβγε κυρά βασίλισσα έξω στη γειτονιά της, βλέπει τον ουρανό θαμπό τ’ άστριν εκατωμένο, το φεγγαράκι κι η οπιά στο αίμα βουτημένο. Όσες γαπάτε το Χριστό κι όσες τον προσκυνάτε, όλες μαζί μου να ’ρθετε να με παρηγοράτε. Καμιά δεν της εκλούθηξε μόνο οι τρεις μητέρες, η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα. 142 Χάτεστε να πηγαίνουμε πριν μου τον εσταυρώσουν, πριν μου τον βάλουν στα καρφιά και μου το θανατώσουν. Κι επιάσαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τις έβγαλε στου ατσίγγανου την πόρτα. Ώρα καλή σου ατσίγγανε, τι είναι αυτά που κάνεις; Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου οι Εβραίοι. Εκείνοι μου ’παν τέσσερα κι εγώ τους κάνω πέντε. Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια, το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του, να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του. Πού να σε δω ατσίγγανε χαΐρι να μην κάνεις. Πουκάμισο στη νιότη σου ποτέ σου να μην βάλεις. Κι επιάσαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι. Στο δρόμο που πηγαίνα σιγαρουφαλιές εβρίσκαν. Περικαλώ γαρουφαλιές που ’χετε κοκκινάδες, πάρτε κι από τα χείλη μου ολίγες φαρμακάδες. Και το στρατί τις έβγαλε εις του ληστού την πόρτα. Βλέπει τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα και τα παραθυράκια του σφικτομανταλωμένα. Τρεις μετανίτσες έκανε τριάντα πόρτες ’νοίξαν. Βλέπει λαό αρίθμητο κι ασκέρι μαζωμένο. Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει. Κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Άϊ-Γιάννη. -Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου, δεν είδες με το γιόκα μου κι εσέ το δάσκαλό σου; -Με ’σένα που ’ναι γιόκας σου και δεν τον εγνωρίζεις κι εμένα πούναι δάσκαλος, πώς να τον εγνωρίσω… -Πες μου το Άϊ Γιάννη μου πριν ελυποθυμήσω, πριν πέσω και φαρμακωθώ και κακοθανατίσω. -Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω. Δεν έχω χειροπάλαμα να ’ρθω να σου τον δείξω. Βλέπεις εκείνο το νεκρό τον παραλυπημένο, που είν’ το πουκαμισάκιν του στο αίμα βουτηγμένο; Αυτός είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου. Κι η Παναγιά σαν τα’ άκουσε έπεσε και λιγώθει. Μέσα στα ασκέρι, στο λαό, Χριστός απελογήθει. -Φέρτε εφτά χρονών κρασί κι αφράτο παξιμάδι και δώστε στη μανούλα μου να συνεφέρει ο νους της. Και όταν πια συνέφερε κι ήρθε στα λογικά της, ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει. - Μάνα μου πάρε υπομονή να παίρνουν κι οι μανάδες, να παίρνουν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες. -Μα πώς να πάρω υπομονή, μα πώς να πάρω ανάσα 143 για ένα γιο μονογενή κι αυτόν εσταυρωμένο; Τον έχουσι οι άνομοι στο ξύλο κρεμασμένο! Υιέ μου, τι τους έκανες και σ’ έχουν σταυρωμένο; -Στην έρημο τους έβρεχα μάνα να εμπιστευτούσι, μα εκείνοι δεν εμπιστεύτηκαν Χριστό και τυρρανούσι. Άμε μάνα στο σπίτι μας και κάτσε στην αυλή μας, στρώσε τραπέζια θλιβερά, πετσέτες μαυρισμένες. Μέσα στο Μέγα Σάββατο, μέσα στο μεσημέρι, σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, με δεκαοχτώ καμπάνες. Τότε κι εσύ, μανούλα μου, θα ’χεις χαρές μεγάλες. Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο, ενέμησεν ένα δεντρί, το λένε κυπαρίσσι. Στη τσούντην κάθεται ο Χριστός, στη μέση ο Άϊ-Γιάννης και κάτω, στη ριζούλαν του, κάθεται η Παναγία. Κάνει τις μετανίτσες της, κάνει την προσευχή της και το Θεό παρακαλεί για το Μονογενή της. Κάτω στα Ιεροσόλυμα έχει παιδιά και κλαίνε, τους δίνουν μήλα δεν πεινούν και δώρα δεν τα θέλουν. Κι εκείνα κλαιν κι οδύρονται τις μάνες τους γυρεύουν. Τα Άγια Πάθη του Χριστού όποιος τα λέει αγιάζει και όποιος τα καλοσκεφτεί παράδεισο θα λάβει. Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου