Τα βράδια πάντα στο χωριό επλανάτο ο φόβος. Ιδίως όταν κάποιος πέθαινε για μέρες οι χωριανοί κλείνονταν από νωρίς στα σπίτια τους. Τις πρώτες μέρες μετά το θάνατο κάποιου ,τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν. Είδαν το φάντασμά του στα Αλώνια… Του έμοιαζε … ΄Ηταν ο ίδιος. ..Εμείς οι μικροί ακούγοντας όλα αυτά από νωρίς κλεινόμασταν στα σπίτια. Δεν υπήρχε φωτισμός στους δρόμους και αυτό έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ακόμα και την ημέρα όταν περνούσαμε έξω από το νεκροταφείο ο φόβος μας καταλάμβανε.
Οι παλιοί διηγούνται ιστορίες με ανεράδες ,που νομίζεις ότι είναι αληθινές. Μέχρι σαράντα μέρες πρόσεχαν. Μετά σιγά σιγά ξεχνιούνταν όλα και η ζωή συνεχιζόταν. ΄Ολες αυτές οι φοβίες μας σημάδεψαν τη ζωή και ακόμα αρκετοί τις κουβαλάμε.
Υπήρχε μια εποχή που το χωριό τα βράδια κλεινόταν από νωρίς στα σπίτια ,γιατί κάποιος πετροβολούσε τους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν . Κάποιοι κτυπήθηκαν και αυτό μεγάλωσε το πρόβλημα. Η φαντασία των κατοίκων έδινε και έπαιρνε . Είναι πανύψηλος , πηδάει από το ένα δώμα στο άλλο κλπ. Κάποιοι τολμηροί που κυκλοφορούσαν τη νύχτα ,δέχτηκαν την επίθεσή του.
Γινόταν ένας γάμος τότε και οι κάτοικοι το βράδυ θα μετέφεραν τα ρούχα του γαμπρού στο σπίτι της νύφης ,όπως απαιτούσε το έθιμο. Η Ανερά… ξανακτύπησε. Καθώς ήμασταν στη μικρή πλατεία του χωριού μαζεμένοι ,οι πέτρες άρχισαν να πέφτουν βροχή. ΄Ολοι άρχισαν να φεύγουν ,να λένε διάφορα και ο κόσμος να διαλύεται. Ο αγροφύλακας που έτυχε να είναι εκεί ,κρατώντας ένα φαναράκι πήγε στο μέρος από πού έπεφταν οι πέτρες. – Δεν είναι κανένας ,δε βλέπω άνθρωπο. Αυτό μεγάλωσε το φόβο μας και η εκδοχή ότι ήταν Ανεράδες έγινε πιο πιστευτή.
Πέρασαν μέρες και το κακό σταμάτησε και ξεχάστηκε. Μετά από χρόνια σε συζήτηση στο καφενείο ,κάποιος χωριανός ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο δράστης . Το έκανε ,έτσι για πλάκα.
Οι παλιοί διηγούνται ιστορίες με ανεράδες ,που νομίζεις ότι είναι αληθινές. Μέχρι σαράντα μέρες πρόσεχαν. Μετά σιγά σιγά ξεχνιούνταν όλα και η ζωή συνεχιζόταν. ΄Ολες αυτές οι φοβίες μας σημάδεψαν τη ζωή και ακόμα αρκετοί τις κουβαλάμε.
Υπήρχε μια εποχή που το χωριό τα βράδια κλεινόταν από νωρίς στα σπίτια ,γιατί κάποιος πετροβολούσε τους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν . Κάποιοι κτυπήθηκαν και αυτό μεγάλωσε το πρόβλημα. Η φαντασία των κατοίκων έδινε και έπαιρνε . Είναι πανύψηλος , πηδάει από το ένα δώμα στο άλλο κλπ. Κάποιοι τολμηροί που κυκλοφορούσαν τη νύχτα ,δέχτηκαν την επίθεσή του.
Γινόταν ένας γάμος τότε και οι κάτοικοι το βράδυ θα μετέφεραν τα ρούχα του γαμπρού στο σπίτι της νύφης ,όπως απαιτούσε το έθιμο. Η Ανερά… ξανακτύπησε. Καθώς ήμασταν στη μικρή πλατεία του χωριού μαζεμένοι ,οι πέτρες άρχισαν να πέφτουν βροχή. ΄Ολοι άρχισαν να φεύγουν ,να λένε διάφορα και ο κόσμος να διαλύεται. Ο αγροφύλακας που έτυχε να είναι εκεί ,κρατώντας ένα φαναράκι πήγε στο μέρος από πού έπεφταν οι πέτρες. – Δεν είναι κανένας ,δε βλέπω άνθρωπο. Αυτό μεγάλωσε το φόβο μας και η εκδοχή ότι ήταν Ανεράδες έγινε πιο πιστευτή.
Πέρασαν μέρες και το κακό σταμάτησε και ξεχάστηκε. Μετά από χρόνια σε συζήτηση στο καφενείο ,κάποιος χωριανός ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο δράστης . Το έκανε ,έτσι για πλάκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου