Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

"Καλοκαιρινές αναμνήσεις"



"Το σιτάρι ευλογία Θεού. ΄Εθρεψε γενιές και γενιές"










Όταν πλησίαζε το καλοκαίρι ,τα σημάδια για να το καταλάβεις ήταν πολλά. Τα παιδιά βγάζαμε τα παπούτσια ,περπατούσαμε ξυπόλητοι ,άρχιζαν οι καλοκαιρινές δουλειές, πλησίαζαν οι εξετάσεις και το χωριό άδειαζε. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ούτε θεριστικές μηχανές και οι αποστάσεις ήταν μεγάλες. Ολόκληρη η οικογένεια έμενε στα χωράφια. Όταν θέριζαν ένα χωράφι, πήγαιναν σε κάποιο άλλο , μέχρι να τελειώσουν το θέρος, να «ποθερίσουν ».
Οι μεγάλοι θέριζαν με τα χέρια .Κρατούσαν το δρεπάνι και θέριζαν τα χρυσοκίτρινα στάχυα. Οι άντρες τα έκαναν «γομάρια» και τα έδεναν με λυγαριές, «λύες». ΄Εβλεπες άντρες ,γυναίκες στη σειρά σκυφτοί από το πρωί ως το βράδυ ,να θερίζουν αδιάκοπα. Τα μεσημέρι κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, αν υπήρχε,όλη η οικογένεια απολάμβανε το φαϊ που έφτιαχνε η μητέρα. Η μητέρα είχε όλα τα σύνεργα, τσουκάλια, πιάτα ,τρόφιμα. ΄Αναβε φωτιά με ξύλα ,έφτιαχνε με πέτρες «σιεριστιά», για να καθίσει πάνω η «τσούκα» ,τσουκάλι και ταυτόχρονα μαγείρευε και θέριζε. Πιο νόστιμο φαγητό από αυτό του χωραφιού δεν υπήρχε. Θέλεις η κούραση ,θέλεις τα αγνά υλικά ,το φαγητό αυτό ήταν πεντανόστιμο. Πολλές φορές όταν η δουλειά ήταν πολλή και η μητέρα δεν προλάβαινε να μαγειρέψει ,η «σαλά»,σαλάτα αντικαθιστούσε το φαγητό. Μέσα σε μια μεγάλη γαβάθα όλοι μαζί τρώγαμε ,βουτώντας το ψωμί. Πόσες φωτιές άναβαν κατακαλόκαιρο κάθε μέρα ,δεν μπορώ να σας πω. Μπορώ να σας πω όμως ότι ποτέ δεν έπιασε φωτιά και να κινδυνέψει δάσος. ΄Ηταν για μένα πράγμα ανεξήγητο. Τα βράδια μου έχουν μείνει αξέχαστα. Δίπλα από τα στάχυα και κάτω από τον έναστρο ουρανό ,όλη η οικογένεια κοιμόταν ευτυχισμένη. Ξυπνούσες και έβλεπες τα αστέρια ψηλά στον ουρανό και τον ήλιο να ανατέλλει.
Τα παιδιά και αυτά δούλευαν. Θέριζαν , κουβαλούσαν νερό και έκαναν τις μεταφορές. Τα δεμάτια από το στάρι έπρεπε να μεταφερθούν στο χωριό, στα αλώνια. ΄Ηταν η εποχή που άρχιζαν και οι εξετάσεις στο Δημοτικό. Πρωί-πρωί μας φόρτωναν με δεμάτια τα ζώα ,συνήθως γαϊδουράκια και μουλάρια., καθίζαμε στη μέση και ξεκινούσαμε για το χωριό. ΄Επρεπε να πάμε να ξεφορτώσουμε τα δεμάτια, να πάμε στο σχολείο και το μεσημέρι να γυρίσουμε στο χωράφι, να μας ξαναφορτώσουν τα ζώα και το βράδυ να γυρίσουμε ξανά πίσω. Παρέες-παρέες τα παιδιά που τα χωράφια γειτόνευαν ,κάναμε όλα αυτά τα δρομολόγια. Τι κούρσες κάναμε για το ποιος θα βγει πρώτος ,δε λέγεται. Το χειρότερο πράγμα στη μεταφορά ,ήταν να γείρει από τη μια πλευρά το δεμάτι ,το ζώο να μην προχωρά και συ να προσπαθείς να το ισορροπήσεις με τις μικρές σου δυνάμεις. Αν δεν τα κατάφερνες ,έλυνες τα σκοινιά και άφηνες τα δεμάτια για να έρθουν οι μεγάλοι. Το τι κόλπα κάναμε για να φτάσει το φορτίο δε λέγεται. Μας έμαθαν να βάζουμε πέτρες στο αντίθετα δεμάτι για να ισορροπεί ή να χαλαρώνουμε τα σκοινιά .
Στο τελευταίο χωράφι γινόταν ο αγιασμός. ΄Αφηναν ένα κομμάτι αθέριστο και συνήθως ο πατέρας με το δρεπάνι θερίζοντας ,έκανε το σχήμα του σταυρού. ΄Εσπαγαν και μια «σουρά», στάμνα και ο ένας κυνηγούσε τον άλλο για να το βρέξει. Μετά όλοι μαζί γύριζαν στο χωριό κουρασμένοι ,αλλά και χαρούμενοι που εξασφάλισαν τη σοδειά της χρονιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου