Κάθε χρόνο τέτοια εποχή σαν κινηματογραφική ταινία περνούν από το μυαλό μας οι Χριστουγεννιάτικες γιορτές. Μέρες ξεχωριστές , μέρες αναμνήσεων ,μέρες ανεπανάληπτες.
Οι μέρες αυτές ήταν ξεχωριστές για τα παιδιά. Πώς και πώς τις περιμένανε. ΄Ενα μήνα πριν έβλεπε κανείς τις προετοιμασίες σ΄όλα τα σπίτια. ΄Ολοι βιάζονταν να τελειώσουν οι γεωργικές εργασίες ,ελιές, σπορά, για να απολαύσουν μετά τις γιορτές. Ακόμα και στο σχολείο οι δάσκαλοι μάθαιναν τα κάλαντα στα παιδιά ,για να είναι έτοιμα να τα ψάλλουν. Οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια ,τα άσπριζαν και τα τζάκια ειχαν την τιμητική τους. ΄Ολοι οι δρόμοι του χωριού είχαν τα περίφημα σχέδια -κύκλους από ασβέστη - που γίνονταν στα χαρμόσυνα γεγονότα. Το χωριό έλαμπε.
Κάθε σπίτι έσφαζε το χοίρο του και όλη η οικογένεια συμμετείχε στην ιεροτελεστία αυτή. Οι νοικοκυρές τακτοποιούσαν το κρέας ,το λίπος, έφτιαχναν τον "καβρουμά", τσιγαρισμένα μικρά κομμάτια κρέας που τα τοποθετούσαν στους πηδιακούς και από εκεί έπαιρναν για να φτιάξουν τα φαγητά τους. Βλέπετα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ψυγεία. ¨Επαιρναν χωριστά τα " τσιρίγκια", το δέρμα του χοίρου με λίπος ,τους "κολοσαφάες",τα 'εντερα που τα γέμιζαν με ρύζι. Ετοίμαζαν γλυκά -νεράτζι , κατιμέρια, βασιλόπιτες, φοινίκια, μελεκούνια.
Επιτέλους τα Χριστούγεννα έφταναν. Μόλις βράδιαζε οι δάσκαλοι ,τα μέλη της Σχολικής Εφορείας και τα παιδιά ,σπίτι σπίτι έψαλλαν τα κάλαντα,που δεν παρουσίαζαν καμιά διαφορά από τα κάλαντα της υπόλοιπης Ελλάδας. Είναι τα κλασσικά κάλαντα" Καλήν εσπέρα άρχοντες...Κάθε νοικοκύρης έδινε χρήματα ,γλυκά, γκλεούδια και όλοι εύχονταν χρόνια πολλά.
Η πόκα έδινε και έπαιρνε και όλοι έψαχναν την τύχη τους. Τα 3 ή 4 καφενεία ήταν γεμάτα από τους εραστές της πόκας. Μέχρι τις αυγές που κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας ,το παιχνίδι συνεχιζόταν και πολλές φορές και μετά. Κατά τις 2 τα μεσάνυχτα ο καφετζής έφτιαχνε την περίφημη μακαρονάδα και όλοι οι παίχτες την απολάμβαναν . Την άλλη μέρα καταλάβαινες τους νικητές ή τους χαμένους από το ύφος τους.
¨Οταν η καμπάνα χτυπούσε ,όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία. Κανένας δεν έλειπε. Στο τέλος οι ευχές έδιναν και έπαιρναν. Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν κάτι το ξεχωριστό. ΄Ολη η οικογένεια καθισμένη γύρω του ,απολάμβανε τις λιχουδιές της μάνας. Το βράδυ όσοι γιόρταζαν ,άνοιγαν τα σπίτια τους και υποδέχονταν τους χωριανούς. Παρέες παρέες πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί.
Σήμερα όλα αυτά είναι μια ανάμνηση .΄Οσοι έμειναν στο χωριό και όσοι το επισκέπτονται τις μέρες αυτές, γιορτάζουν σύμφωνα με την εποχή ,αλλά κάποια έθιμα συνεχίζουν να τηρούνται και να αντέχουν στο χρόνο.
Οι μέρες αυτές ήταν ξεχωριστές για τα παιδιά. Πώς και πώς τις περιμένανε. ΄Ενα μήνα πριν έβλεπε κανείς τις προετοιμασίες σ΄όλα τα σπίτια. ΄Ολοι βιάζονταν να τελειώσουν οι γεωργικές εργασίες ,ελιές, σπορά, για να απολαύσουν μετά τις γιορτές. Ακόμα και στο σχολείο οι δάσκαλοι μάθαιναν τα κάλαντα στα παιδιά ,για να είναι έτοιμα να τα ψάλλουν. Οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια ,τα άσπριζαν και τα τζάκια ειχαν την τιμητική τους. ΄Ολοι οι δρόμοι του χωριού είχαν τα περίφημα σχέδια -κύκλους από ασβέστη - που γίνονταν στα χαρμόσυνα γεγονότα. Το χωριό έλαμπε.
Κάθε σπίτι έσφαζε το χοίρο του και όλη η οικογένεια συμμετείχε στην ιεροτελεστία αυτή. Οι νοικοκυρές τακτοποιούσαν το κρέας ,το λίπος, έφτιαχναν τον "καβρουμά", τσιγαρισμένα μικρά κομμάτια κρέας που τα τοποθετούσαν στους πηδιακούς και από εκεί έπαιρναν για να φτιάξουν τα φαγητά τους. Βλέπετα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ψυγεία. ¨Επαιρναν χωριστά τα " τσιρίγκια", το δέρμα του χοίρου με λίπος ,τους "κολοσαφάες",τα 'εντερα που τα γέμιζαν με ρύζι. Ετοίμαζαν γλυκά -νεράτζι , κατιμέρια, βασιλόπιτες, φοινίκια, μελεκούνια.
Επιτέλους τα Χριστούγεννα έφταναν. Μόλις βράδιαζε οι δάσκαλοι ,τα μέλη της Σχολικής Εφορείας και τα παιδιά ,σπίτι σπίτι έψαλλαν τα κάλαντα,που δεν παρουσίαζαν καμιά διαφορά από τα κάλαντα της υπόλοιπης Ελλάδας. Είναι τα κλασσικά κάλαντα" Καλήν εσπέρα άρχοντες...Κάθε νοικοκύρης έδινε χρήματα ,γλυκά, γκλεούδια και όλοι εύχονταν χρόνια πολλά.
Η πόκα έδινε και έπαιρνε και όλοι έψαχναν την τύχη τους. Τα 3 ή 4 καφενεία ήταν γεμάτα από τους εραστές της πόκας. Μέχρι τις αυγές που κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας ,το παιχνίδι συνεχιζόταν και πολλές φορές και μετά. Κατά τις 2 τα μεσάνυχτα ο καφετζής έφτιαχνε την περίφημη μακαρονάδα και όλοι οι παίχτες την απολάμβαναν . Την άλλη μέρα καταλάβαινες τους νικητές ή τους χαμένους από το ύφος τους.
¨Οταν η καμπάνα χτυπούσε ,όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία. Κανένας δεν έλειπε. Στο τέλος οι ευχές έδιναν και έπαιρναν. Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν κάτι το ξεχωριστό. ΄Ολη η οικογένεια καθισμένη γύρω του ,απολάμβανε τις λιχουδιές της μάνας. Το βράδυ όσοι γιόρταζαν ,άνοιγαν τα σπίτια τους και υποδέχονταν τους χωριανούς. Παρέες παρέες πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί.
Σήμερα όλα αυτά είναι μια ανάμνηση .΄Οσοι έμειναν στο χωριό και όσοι το επισκέπτονται τις μέρες αυτές, γιορτάζουν σύμφωνα με την εποχή ,αλλά κάποια έθιμα συνεχίζουν να τηρούνται και να αντέχουν στο χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου